-
1 приглашение
приглашение с η πρόσκληση· получить \приглашение παίρνω πρόσκληση; по \приглашениею με πρόσκληση* * *сη πρόσκλησηполучи́ть приглаше́ние — παίρνω πρόσκληση
по приглаше́нию — με πρόσκληση
-
2 билет
билет м 1) το εισιτήριο \билет туда и обратно το εισιτήριο μετ'επιστροφής 2): лотерейный \билет το λαχείο \билет в театр το εισιτήριο θεάτρου пригласительный \билет η πρόσκληση 3) (документ) το δελτίο, η ταυτότητα; студенческий \билет η φοιτητική ταυτότητα* * *м1) το εισιτήριοбиле́т туда́ и обра́тно — το εισιτήριο μετ'επιστροφής
2)лотере́йный биле́т — το λαχείο
биле́т в теа́тр — το εισιτήριο θεάτρου
пригласи́тельный биле́т — η πρόσκληση
3) ( документ) το δελτίο, η ταυτότηταстуде́нческий биле́т — η φοιτητική ταυτότητα
-
3 вызов
вызов м 1) (приглашение) η πρόσκληση, το κάλεσμα 2) (вызывающее поведение) η πρόκληση* * *м1) ( приглашение) η πρόσκληση, το κάλεσμα2) ( вызывающее поведение) η πρόκληση -
4 пригласительный
-
5 призыв
призыв м 1) (обращение ) η έκκληση 2) (лозунг ) το σύνθημα 3) воен. η κλήση, η πρόσκληση* * *м1) ( обращение) η έκκληση2) ( лозунг) το σύνθημα3) воен. η κλήση, η πρόσκληση -
6 прислать
прислать στέλνω· \прислать приглашение στέλνω πρόσκληση* * *присла́ть приглаше́ние — στέλνω πρόσκληση
-
7 вызов
вызовм1. ἡ κλήση, ἡ κλήσις, ἡ πρόσκληση, ἡ πρόκληση:\вызов по телефону ἡ τηλεφωνική πρόσκληση· \вызов в суд ἡ δικαστική κλήση·2. (на состязание) ἡ πρό(σ)κληση. -
8 зов
зовм ἡ κλήση [-ις], ἡ πρόσκληση [-ις]:по первому \зову μέ τήν πρώτη πρόσκληση, μόλις μᾶς καλέσει. -
9 приглашение
-я ουδ.1. πρόσκληση, κάλεσμα.2. παράκληση. || προσκλητήριο, κάλεσμα (έγγραφη πρόσκληση). -
10 виза-приглашение
η πρόσκληση-βίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза-приглашение
-
11 вызов
1. (посылка вызывного сигнала) η κλήσηизбирательный - επιλεκτική/εκλεκτική -2. (юр) η κλήση 3. (приглашение, требование) η πρόσκληση, το κάλεσμα 4. (причина чего-л.) η πρόκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вызов
-
12 письмо-приглашение
η πρόσκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо-приглашение
-
13 приглашение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приглашение
-
14 зов
-
15 билет
билетм1. τό είσιτήριο[ν], τό μπιλιέτο:проездной \билет είσιτήριο τοῦ τραίνου; лотерейный \билет τό λαχείο; входной \билет τό είσιτήριο; пригласительный \билет ἡ πρόσκληση, τό προσκλητήριο; театральный \билет τό είσιτήριο θεάτρου;2. (удостоверение) τό βιβλιάριο[ν], τό δελτίο[ν]:партийный (профсоюзный) \билет τό κομματικό (τό συνδικαλιστικό) βιβλιάριο; военный \билет τό βιβλιάριο στρατιώτη ἡ ἀξιωματικού; студенческий \билет ἡ φοιτητική ταυτότητα, τό φοιτητικό βιβλιάριο. -
16 именной
именнойприл ὁνομαστικός, μέ τ' ὀνομα τοῦ ἰδιοκτήτη:\именной пригласительный билет ἡ ὁνομαστική πρόσκληση [-ις]· ◊ \именной список ὁ ὁνομαστικός κατάλογος. -
17 отбояриваться
отбояриватьсянесов, отбояриться сов (от чего-л.) разг ξεφορτώνομαι, γλυτώνω (ἀπό), ἀποφεύγω:\отбояриваться от приглашения ἀποφεύγω τήν πρόσκληση. -
18 повестка
повестк||аж ἡ είδοποίηση [-ις], ἡ ἀγγελία (уведомление) / ἡ κλήση [-ις], ἡ κλήτευση [-ις] (в суд) / ἡ πρόσκληση [-ις], τό κάλεσμα (в армию)· ◊ \повестка дия ἡ ἡμερήσια διάταξη· поставить на \повесткау дня βάζω στήν ἡμερησία διάταξη· снять с \повесткаи дня βγάζω ἀπό τήν ἡμερησία διάταξη. -
19 пригласительный
пригласительныйприл προσκλητήριος:\пригласительный билет ἡ πρόσκληση [-ις], τό προσκλητήριο[ν]. -
20 приглашение
приглашениес ἡ πρόσκληση [-ις], τό κάλεσμα / ἡ πρόσληψη [-ις] (на работу).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… … Dictionary of Greek
πρόσκληση — η 1. η πράξη του προσκαλώ, το κάλεσμα: Η πρόσκληση του γιατρού έγινε αργά. 2. το έγγραφο ή δελτίο, με το οποίο καλείται κάποιος, το προσκλητήριο: Οι προσκλήσεις για το γεύμα είναι ονομαστικές. 3. δωρεάν εισιτήριο για θέαμα: Σου έφερα μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουεζίνης — (τουρκ. muezzin, αραβ. muaddin). Πρόκειται για τον λειτουργό του τεμένους στην ισλαμική θρησκεία. Καθήκον του είναι να πραγματοποιεί μεγαλόφωνα, από το ύψος του μιναρέ, την αδάν, την πρόσκληση δηλαδή σε προσευχή, η οποία συνίσταται σε σύντομους… … Dictionary of Greek
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
κλήση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλώ, πρόσκληση, κάλεσμα. 2. γραφτή πρόσκληση ιδιώτη ή υπαλλήλου από αρμόδια αρχή: Του ήρθε κλήση από την Εφορεία. 3. γραφτή πρόσκληση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Macedonia naming dispute — Macedonia (region) Macedonia (Greece) … Wikipedia
αλληλοπρόσκληση — η [αλληλοπροσκαλούμαί] αμοιβαία πρόσκληση, πρόσκληση τού ενός προς τον άλλον και εκείνου από τον πρώτον … Dictionary of Greek
ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα … Dictionary of Greek
καλεστικός — καλεστικός, ὁ (Μ) [καλώ] 1. αυτός που σχετίζεται με πρόσκληση 2. μισθοφορικός («φουσσάτον καλεστικόν») 3. το θηλ. ως ουσ. η καλεστική η πρόσκληση … Dictionary of Greek
κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek