Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

με πρόσκληση

См. также в других словарях:

  • πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκληση — η 1. η πράξη του προσκαλώ, το κάλεσμα: Η πρόσκληση του γιατρού έγινε αργά. 2. το έγγραφο ή δελτίο, με το οποίο καλείται κάποιος, το προσκλητήριο: Οι προσκλήσεις για το γεύμα είναι ονομαστικές. 3. δωρεάν εισιτήριο για θέαμα: Σου έφερα μια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουεζίνης — (τουρκ. muezzin, αραβ. muaddin). Πρόκειται για τον λειτουργό του τεμένους στην ισλαμική θρησκεία. Καθήκον του είναι να πραγματοποιεί μεγαλόφωνα, από το ύψος του μιναρέ, την αδάν, την πρόσκληση δηλαδή σε προσευχή, η οποία συνίσταται σε σύντομους… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …   Dictionary of Greek

  • κλήση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλώ, πρόσκληση, κάλεσμα. 2. γραφτή πρόσκληση ιδιώτη ή υπαλλήλου από αρμόδια αρχή: Του ήρθε κλήση από την Εφορεία. 3. γραφτή πρόσκληση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

  • αλληλοπρόσκληση — η [αλληλοπροσκαλούμαί] αμοιβαία πρόσκληση, πρόσκληση τού ενός προς τον άλλον και εκείνου από τον πρώτον …   Dictionary of Greek

  • ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • καλεστικός — καλεστικός, ὁ (Μ) [καλώ] 1. αυτός που σχετίζεται με πρόσκληση 2. μισθοφορικός («φουσσάτον καλεστικόν») 3. το θηλ. ως ουσ. η καλεστική η πρόσκληση …   Dictionary of Greek

  • κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»